Αὐτοκλῆς

Αὐτοκλῆς
Αὐτοκλέης
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Αυτοκλής — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος πολιτικός (5ος αι. π.Χ.). Γιος του Τολμαίου και αδελφός του στρατηγού Τολμίδη, συστράτηγος του Νικία στην εκστρατεία εναντίον των Κυθήρων (424 π.Χ.) στον Πελοποννησιακό πόλεμο. Συνυπέγραψε τη Νικίειο ειρήνη.… …   Dictionary of Greek

  • αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”